- ξάνοιγμα
- το [ξανοίγω]1. άνοιγμα, άπλωμα2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος4. εκμυστήρευση μυστικών5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή από τις δυνατότητες κάλυψής τους6. άδενδρος τόπος σε δασώδη έκταση, ξέφωτο.
Dictionary of Greek. 2013.